ξενυχιάζω

ξενυχιάζω
ξενύχιασα, ξενυχιάστηκα, ξενυχιασμένος
1. βγάζω τα νύχια κάποιου.
2. πατώ κάποιον στα νύχια: Με πάτησες και με ξενύχιασες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξενυχιάζω — ξενυχιάζω, ξενύχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενυχιάζω — 1. βγάζω τα νύχια, ιδίως με βίαιο τρόπο 2. πατώ κάποιον στα δάχτυλα, ιδίως στα νύχια τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + νύχι] …   Dictionary of Greek

  • ξενύχιασμα — το [ξενυχιάζω] 1. απόσπαση τών νυχιών, ιδίως με βίαιο τρόπο 2. πάτημα ή χτύπημα στα νύχια τού ποδιού …   Dictionary of Greek

  • ξενύχιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξενυχιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”